Οι Shooting Stars αποτελούν την μπάντα μυστήριο για την δεκαετία του ’60, αφού οι καθαρόαιμες garageσυνθέσεις τους αποτελούν αντικείμενο συζήτησης ακόμα και σε διεθνείς κύκλους ενώ η άγνοια των μουσικών που τους απαρτίζανε, συνέτεινε στην σύγχυση και στην απόλυτη μυθοποίησή τους, όπως αυτή καταγράφηκε σε διάφορες εγχώριες αλλά και διεθνείς αναφορές γύρω από την ελληνική μοντέρνα μουσική.
Αναλυτικότερα, οι βάσεις για την δημιουργία της μπάντας μπήκαν στα μέσα της χρονιάς του 1963 όταν οι Γιάννης Σειραδάκης (ντραμς) ,ο Γιάννης Χατζηπαντελίδης (ρυθμική κιθάρα), ο Ιάκωβος Ζουγανέλης (μπάσο) ,ο βενιαμίν Πάνος Θωμάκος (όργανο) και ο Ηλίας Ντάβαρης, όλοι μαθητές του Γυμνασίου Χαλανδρίου, αποφασίζουν να εκφράσουν την ανάγκη τους να μοιάσουν στα είδωλα της εποχής (Procol Harum, Kinks,Rolling Stones,Manfred Mann,McCoys) φτιάχνοντας το δικό τους συγκρότημα. Νονός του γκρουπ γίνεται ο Άγγλος καθηγητής που τους μαθαίνει αγγλική γλώσσα στο φροντιστήριο Μπέτσιος, ονόματι Alex και αμέσως η ονομασία θα υιοθετηθεί από τα υπόλοιπα μέλη και μετά από αρκετές πρόβες το συγκρότημα θα δέσει .
Ο δημοτικός σύμβουλος Κώστας Στρατηγάκης θα ενθουσιαστεί από το συγκρότημα και θα αναλάβει ερασιτεχνικά χρέη μάνατζερ, κλείνοντας μια πρώτη εμφάνιση τον Ιανουάριο του 1964 στον κινηματογράφο Αβάνα , όπου το παρών θα δώσει άπασα η νεολαία του Χαλανδρίου αλλά και αρκετοί γονείς, συνοδεύοντας τα παιδιά τους, ενώ αξιοσημείωτη είναι η παρουσία αντρών της Ασφάλειας εντός του σινεμά, λόγω της παρουσίας της μητέρας του Πάνου Θωμάκου , εξέχουσας προσωπικότητας του ΚΚΕ. Η σκηνική παρουσία του συγκροτήματος είναι πλέον σε υψηλό επίπεδο και θα γνωρίσουν την αποθέωση ενώ ακολουθεί και μια δεύτερη εμφάνιση στο σινεμά Ρία ,στο Μάτι της Νέας Μάκρης αλλά και πλήθος ακόμα συναυλιών στα σινεμά Τιτάνια και Ελευθερία. Το 1965 ο μάνατζερ τους ,θα τους κλείσει και μια εμφάνιση στο κέντρο Iglooστην Κυψέλη όπου παίζουν μαζί με τους Juniors και εκεί θα τους γίνει πρόταση να συμμετάσχουν στην ταινία «Οι Λολίτες των Αθηνών» με πρωταγωνίστρια την Μίρκα Καλαντζοπούλου ,τα μουσικά μέρη της οποίας γυρίστηκαν μέσα στο Igloo. Με αυτόν τον τρόπο αποτυπώνονται στην ταινία δύο garage διαμάντια ενώ ο Ιάκωβος Ζουγανέλης θα είναι ο άτυχος της παρέας, αφού λόγω του πρόσφατου γουλί κουρέματός του ,δεν μπαίνει στο πλάνο και μένει πίσω από τις κάμερες.
Παράλληλα, το 1964 ο Ιάκωβος Ζουγανέλης θα συμμετάσχει πρωταγωνιστικά στο φροντιστήριο Αγγλικών σε μια θεατρική παράσταση ,γραμμένη από την Ζωή, μετέπειτα σύζυγο του Σούλη Τρουπάκη με τον οποίο γνωρίζεται ήδη στο σχολείο και θα προτείνει στον Ιάκωβο Ζουγανέλη την ένταξή του στο συγκρότημα, στην θέση του αποχωρήσαντος Ηλία Ντάβαρη. Ο Σούλης Τρουπάκης είχε το δικό του μουσικό παρελθόν αφού στα εκπαιδευτήρια Καντά την χρονιά 1961- 1962, γνωρίζεται με τον Κώστα Κατσουρό στην ρυθμική κιθάρα, τον Τάκη Γκαρμπολά στα ντραμς και τον ίδιο στην ρυθμική κιθάρα και συγκροτούν τους Dreamers. Όντας αποφασισμένοι να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, οι Κατσουρός και Τρουπάκης εγγράφονται στο Εθνικό Ωδείο Χαλανδρίου με καθηγητή κιθάρας τον κύριο Γεωργίου με τον οποίο παρακολουθούν μαθήματα για τρία περίπου χρόνια, ώστε να αναπτύξουν και να τελειοποιήσουν την τεχνική τους. Εκτός των άλλων, το ωδείο τους δίνει την δυνατότητα να παίξουν και ζωντανά αφού διοργανώνει συχνά ζωντανές παρουσιάσεις ενώ δίνουν το παρόν και σε πολλά πάρτυ. Το πέρασμα του χρόνου λειτουργεί υπέρ τους αφού μέσα από συνεχείς πρόβες στο υπόγειο του σπιτιού του Αντώνη Κασαπάκη στα Βριλήσσια στα έτη 1962- 1963 τελειοποιούν την τεχνική τους, ο Χρήστος Μαργαρίτης ανέλαβε τα ντραμς ενώ ο Σούλης Τρουπάκης αρχίζει να συνθέτει ήδη τα πρώτα του τραγούδια, έχοντας ως πρότυπο το αγαπημένο του γκρουπ, τους Animals και το ερωτικό τραγούδι γενικότερα ενώ η απόδοση του “House of the rising sun” γίνεται σημείο αναφοράς.
Δυστυχώς η μπάντα αυτή δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο αφού η πολύ μικρή ηλικία των μελών της ήταν απαγορευτική για περαιτέρω σχέδια επαγγελματικής καταξίωσης παρ’ όλο που οι επιδόσεις όλων τους στο σχολείο και στο ωδείο ήταν άριστες ενώ ο Σούλης Τρουπάκης είχε και επιπλέον μαθήματα αγγλικής και γαλλικής γλώσσας, πολύτιμα εφόδια για την μετέπειτα πορεία του. Οι γονείς των μαθητών αποφάσισαν να μην τους αφήσουν να αποσπούν την προσοχή τους από τα μαθήματα οπότε και ο Σούλης Τρουπάκης ως τραγουδιστής πια , βρίσκει τους Γιάννη Σειραδάκη στα ντραμς, τον Ιάκωβο Ζουγανέλη στο μπάσο, τον Γιάννη Χατζηπαντελίδη στην ρυθμική κιθάρα, όλους μαθητές της 6ης Γυμνασίου και συγκροτούν τους ιστορικούς Shooting Stars. Την περίοδο αυτή αποχωρεί και ο Γιάννης Χατζηπαντελίδης οπότε ο Σούλης Τρουπάκης αναλαμβάνει την σόλο κιθάρα ενώ παράλληλα έρχονται διάφορα περιστασιακά μέλη όπως κάποιος ονόματι Jerry που ανέλαβε την ρυθμική κιθάρα αλλά μένουν για λίγο μόνο καιρό. Κάπου εδώ, διακόπτεται και η συνεργασία με τον προσωρινό τους μάνατζερ Κώστα Στρατηγάκη και στην συνέχεια έπεται η αποχώρηση του μπασίστα Ιάκωβου Ζουγανέλη οπότε και ο ταλαντούχος και αυτοδίδακτος οργανίστας Πάνος Θωμάκος, αναλαμβάνει το μπάσο, έχοντας μελετήσει μόνος του κιθάρα και όργανο και ενώ ήταν ακόμα μαθητής της Κοργιαλενείου Σχολής στις Σπέτσες και στην ηλικία των 14 χρονών. Μετά από αυτήν την εσωτερική αλλαγή, αποφασίζουν να συμμετάσχουν σε ένα από τα κυριακάτικα πρωινά του Κίμωνα Αρετά. Την καθορισμένη ημέρα του φεστιβάλ δεν εμφανίστηκε ο μπασίστας και όντας απελπισμένοι μέσα στο ταξί που τους κατέβαζε από την λεωφόρο Κηφισίας , συναντούν πεζό τον φανατικό θαυμαστή και φίλο τους Γιώργο Γριτσόπουλο, ο οποίος όμως δεν είχε καμιά γνώση μουσικής. Στην διαδρομή από το Χαλάνδρι μέχρι την Τερψιθέα και στριμωγμένοι όλοι μέσα στο ταξί, προλαβαίνουν να του δείξουν κάποιες βασικές νότες τις οποίες απομνημονεύει θαυμάσια και στο φεστιβάλ δρέπουν δάφνες ανάμεσα από τόσες ανταγωνιστικές μπάντες, ενώ ο Τέρενς Κουίκ που τους βλέπει μένει εντυπωσιασμένος και εκδήλωσε ενδιαφέρον για να αναλάβει χρέη μάνατζερ, πρόταση που τελικά δεν ευοδώθηκε.
Τον Δεκέμβρη του 1966 μαζί με τους Sailors ,τους Δυναμίτες και τους Idols, θα δώσουν από κοινού μια συναυλία στο κλειστό γήπεδο μπάσκετ του Αμαρουσίου, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία, ενώ εντυπωσίασαν και τον ανταποκριτή του περιοδικού Μοντέρνοι Ρυθμοί ,για τους οποίους στο τεύχος του Δεκεμβρίου θα κάνει μια ξεχωριστή αναφορά. Φτάνοντας πλέον στο 1967 ο Σούλης Τρουπάκης έχει γράψει ήδη τα τραγούδια «Τίποτε δεν έχει μείνει» σε ρυθμό μπλουζ καθώς και το shake δυναμίτη “Don’t have in mefaith” ,δείχνοντας την άνεση με την οποία κινείται τόσο στην αγγλική όσο και στην ελληνική γλώσσα. Με δική του πρωτοβουλία και επαφή, βρίσκει την εταιρεία Festival, ιδιοκτησίας Τάκη Σιμωνετάτου και έρχεται σε συμφωνία για την δισκογράφηση των τραγουδιών, η οποία έγινε σε ένα στούντιο στο Σύνταγμα. Το σχήμα εκείνη την περίοδο απαρτίζεται από τον Κώστα Κατσουρό ,μέλος των Dreamers, στην ρυθμική κιθάρα, τον Ηλία Ντάβαρη που επέστρεψε στην σόλο κιθάρα, ο οποίος μάλιστα συμμετείχε το 1964 ,αμέσως μετά τον θάνατο του Μιχάλη Σογιούλ σε ένα σχήμα στο Igloo της Κυψέλης μαζί με τον Eric Clapton,τον Γιάννη Σειραδάκη στα ντραμς, τον Πάνο Θωμάκο στο όργανο και τον Σούλη Τρουπάκη στα φωνητικά και την κιθάρα. Το σινγκλάκι γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και γρήγορα γίνεται ανάρπαστο ενώ την ίδια περίοδο αποχωρεί ο Γιάννης Σειραδάκης από τα ντραμς και στην θέση του έρχεται ο Λάκης Παπάζογλου ενώ και ο οργανίστας Πάνος Θωμάκος αντικαταστάθηκε προσωρινά από τον Δημήτρη Ξάνθο.
Ακολουθεί μια περίοδος με αρκετές ζωντανές εμφανίσεις στο κέντρο Rodeo στην πλατεία Βικτωρίας, στην Barbarella της οδού Αχαρνών ,στο Green Corner της Φιλοθέης αλλά και στην Ραφήνα. Την ίδια περίοδο ο Θάνος Μικρούτσικος έρχεται ως φοιτητής στην Αθήνα και συμμετέχει μαζί με τον Διονύση Σαββόπουλο την διετία από τον Οκτώβριο του 1967 έως και την άνοιξη του 1968 στο σχήμα που υπήρχε στην μπουάτ Παράγκα της Πλάκας. Αυτό έχει ως συνέπεια να αποκτήσει από νωρίς , ένα καλό όνομα στον φοιτητικό κύκλο ως ταλαντούχος μουσικός και δεν αργούν να διασταυρωθούν οι δρόμοι τους με τον επίσης φοιτητή της Νομικής, Σούλη Τρουπάκη ο οποίος θα του κάνει και την πρόταση να συμμετάσχει στους Shooting Stars και την οποία αποδέχεται. Με νέο πλέον οργανίστα θα αρχίσουν οι πρόβες και θα δοθούν πολλές συναυλίες σε χορούς φοιτητικών συλλόγων ενώ το 1973 θα τους βρει να εμφανίζονται ζωντανά στο Café Swiss της λεωφόρου Κηφισίας, στο ύψος του Αμαρουσίου όπου και θα δώσουν τις τελευταίες τους συναυλίες αφού πλησίαζαν στο πτυχίο και όπως ήταν φυσικό η ανάγκη του επαγγελματικού προσανατολισμού καθόριζε τις προτεραιότητες των μελών.
Μετά από αυτήν την δαιδαλώδη πορεία, τα μέλη των Shooting Stars ακολούθησαν τις δικές τους πορείες με τον Ιάκωβο Ζουγανέλη να προσλαμβάνεται στην Τράπεζα της Ελλάδος αλλά και να μας παραδίδει 4 ποιητικές συλλογές, βρίσκοντας έτσι μια δημιουργική διέξοδο στο ταλέντο του, ο Γιάννης Σειραδάκης θα βρεθεί στην Ελβετία, ιδρύοντας και διευθύνοντας μια μεγάλη εταιρεία real estate, ο Ηλίας Ντάβαρης θα ακολουθήσει το επάγγελμα του φαρμακοποιού, δίνοντας όμως το παρών και στην τοπική πολιτική ζωή όντας για πολλά χρόνια δημοτικός σύμβουλος, ο Γιάννης Χατζηπαντελίδης θα επιστρέψει στην γενέτειρά του όπου θα ανοίξει μια επιχείρηση, ο Σούλης Τρουπάκης θα γίνει διδάκτωρ οικονομικών επιστημών σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο , ο Κώστας Κατσουρός θα βρεθεί υπάλληλος στον ΟΣΕ ενώ ο Θάνος Μικρούτσικος θα ακολουθήσει την μακρά και πετυχημένη πορεία που όλοι γνωρίζουμε. Τέλος ο βενιαμίν Πάνος Θωμάκος θα χτυπηθεί στην ηλικία των 18 ετών από μια εκφυλιστική για τα νεύρα ασθένεια που τον κρατά ανάπηρο από τότε και δυστυχώς έκτοτε δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μας, και στον οποίο είναι αφιερωμένο το κείμενο.
Comments