top of page
Αναζήτηση
B-Otherside Team

the Fevers


Οι Fevers ιδρύθηκαν στην Βέροια, στις αρχές του 1967, με αρχικό πυρήνα μια παρέα αποτελούμενη από τους Βασίλη Σαρηγιαννίδη (κιθάρα), Δημήτρη Σωτηρίου (κιθάρα ) και Κόγια Γεώργιο (μπάσο), λειτουργώντας ιδιωτικά ως ένα latin trio. Στις αρχές του 1968 δημιουργήθηκαν επίσημα οι Fevers, με ιδρυτικά μέλη τον Γιώργο Ζήση (ντραμς), Πρωτόγερο Χρήστο (Σαξόφωνο άλτο), Παπαδημητρίου (Τάκη) -Δημήτρη ( Σαξόφωνο τενόρο), Βασίλη Σαρηγιαννίδη (κιθάρα), Δημήτρη Σωτηρίου (κιθάρα / όργανο ) και Κόγια Γεώργιο (μπάσο) οι οποίοι καθόρισαν την μοντέρνα μουσική της πόλης τους, με τα σαρανταπεντάρια τους να αποτελούν σημεία αναφοράς μέχρι σήμερα.

Αρχικά το ρεπερτόριό τους αποτελείται από ελάχιστα τραγούδια και με την παρότρυνση του Χρήστου Πατσίκα , ιδιοκτήτη της τοπικής εφημερίδας «Λαός» αλλά και του Πέτρου Καρανίκα ,ιδιοκτήτη ενός βιβλιοπωλείου, τους γίνεται η πρόταση να παίξουν στο υπόγειο κλαμπ Σπηλιά. Λόγω της άνθισης του Νέου Κύματος, θα έχουν την χαρά να συνυπάρξουν στην πίστα με πολλούς καταξιωμένους εκπροσώπους του, όπως την Πόπη Αστεριάδη, η οποία συνοδευόταν από τον πιανίστα Γιώργο Καλογήρου, η Αρλέτα κ.α. Για την πιο πλούσια απόδοση και τον εμπλουτισμό του ρεπερτορίου τους, θα τους συνοδέψουν περιστασιακά στις ζωντανές εμφανίσεις τους ο Κώστας Γεωργίου ( Ανάκαρα) στο γαλλικό ρεπερτόριο και ο Νίκος Ζιώγαλας στο ιταλικό ρεπερτόριο ενώ θα συμπράξουν ελάχιστες φορές και με το έτερο τοπικό γκρουπ των Απάτσι και τον γιατρό Γεωργίου Δημήτρη.

Το καλοκαίρι του 1968 η μπάντα αρχίζει εντατικές πρόβες σε ένα υπόγειο σπιτάκι με δανεικό ρεύμα, για την ανανέωση του ρεπερτορίου της, οπότε και σταδιακά τα φωνητικά θα αναλάβει αποκλειστικά ο Δημήτρης Σωτηρίου λόγω της ύπαρξης των πνευστών στο σχήμα, τα οποία οδηγούσαν σε πιο soulμονοπάτια, ενώ από ελληνικό ρεπερτόριο θα υπάρξουν διασκευές σε γνωστά τραγούδια της εποχής του Τώνη Στρατή ( Το καλοκαίρι εκείνο), των Olympians ( Συγγνώμη, Ο τρόπος) και κυρίως των Βόρειων ( Το τζίνι, Θα σε περιμένω, Σαλούνα, κ.α.). Με εγγυητή τον Γιάννη Σαρηγιαννίδη (αδελφό του Βασίλη) τους δίνονται με πίστωση καινούργια όργανα, για τα οποία ο βασικός πυρήνας της μπάντας αποφασίζει να μείνει ενωμένος μέχρι τουλάχιστον να τα εξοφλήσει, κάνοντας ένα σερί εμφανίσεων σε διαθέσιμους χώρους.

Τον Σεπτέμβρη κλείνει η ιστορική μπουάτ Σπηλιά λόγω της ενόχλησης του Μητροπολίτη από την γειτνίασή του με το κέντρο διασκέδασης και τους γίνεται πρόταση να συνεχίσουν στην Μπουατ 4 στα τέλη του 1968 και τις αρχές του 1969, οπότε στο σχήμα θα προστεθεί ο Ηλίας Αξαμπανόπουλος ( τρομπέτα, τενόρο σαξόφωνο), ενώ θα αποχωρήσει ο Γιώργος Κόγιας από το μπάσο, ο οποίος θα αντικατασταθεί από τον Αντώνη Βέρο, ο οποίος είχε μεγάλη έφεση εκτός του μοντέρνου ρεπερτορίου και στο ελαφρολαϊκό της εποχής, το οποίο απέδιδε άψογα. Ως αποτέλεσμα θα φτιαχτεί ένα από τα μεγαλύτερα σχήματα που πέρασαν από τον ελλαδικό χώρο, με πρωτόγνωρες εκτελεστικές δυνατότητες που ξεκίναγαν από το ροκ και έφταναν μέχρι την soul και την τζαζ αλλά και τις ελαφρολαϊκές επιτυχίες της εποχής. Το ρεπερτόριο ανανεωνόταν συχνά μέσα από την ακρόαση των νέων δίσκων, τους οποίους προμηθευόταν ο Δημήτρης Σωτηρίου, ο οποίος μετά από πολλές ακροάσεις έφτιαχνε τις παρτιτούρες με τα μουσικά μέρη του κάθε οργάνου και κατόπιν όλη η μπάντα πρόβαρε εντατικά σχεδόν στο σύνολο της εβδομάδας (Τρίτη- Παρασκευή) ώστε να τα αφομοιώσει και να τα εκτελέσει άψογα. Το πρόγραμμα ξεκίναγε με τους Fevers οι οποίοι άνοιγαν με τα μοντέρνα τραγούδια της εποχής από τις 21.00-24.00 ενώ μετά ένας παλιός τοπικός οργανοπαίκης, ο μπουζουξής Βασίλης Τσέλιος με παλαιά ρεμπέτικα, συνέχιζε το πρόγραμμα, δημιουργώντας το αδιαχώρητο και στο τέλος η μπάντα θα αναλάμβανε πάλι το πρόγραμμα μέχρι του κλεισίματός του τις πρώτες πρωινές ώρες. Παράλληλα θα εμφανιστούν ως guest καλεσμένοι ο Τώνης Στρατής, η Τζένη Βάνου κ.α.


Αμέσως μετά το σχήμα θα κλείσει εμφανίσεις από τον Μάιο του 1969 στο κέντρο Φλοίσβος στον Μακρύγιαλο Πιερίας σε εντατικές καθημερινές εμφανίσεις όπου η μπάντα σε συνεννόηση με τον κατερινιώτη ιδιοκτήτη του κέντρου, θα δώσει μια promotional συναυλία στην Κατερίνη για να διαφημίσει τις εμφανίσεις τους, με ένα πρόγραμμα το οποίο επιμελήθηκε ο Δημήτρης Σωτηρίου πάνω σε ένα καθαρόαιμο soul ρεπερτόριο, με 3 πνευστά, το οποίο θα εντυπωσιάσει το σύνολο των θεατών. Ως αποτέλεσμα το κέντρο ήταν γεμάτο κάθε μέρα μέχρι και τις 30 Αυγούστου όπου θα δώσουν μια τελευταία βραδιά για έναν χορό φοιτητών στο κέντρο «ΕΛΗΑ» της Βέροιας.

Την ίδια περίοδο, μέσω πρόσκλησης του ιδιοκτήτη του τοπικού δισκοπωλείου Γιάννη Αφεντούλη, θα γίνει η επαφή με τον ιδιοκτήτη της δισκογραφικής Panivar Παναγιώτη Βαρδουλάκη, ο οποίος εμφανίζεται ένα βράδυ στο κέντρο και θέλοντας να κάνει ένα άνοιγμα στην μοντέρνα μουσική , προτείνει στο γκρουπ να τους κάνει την παραγωγή για 2 δίσκους 45’’ στροφών, με 4 τραγούδια . Μην έχοντας κάποιο δικό τους τραγούδι έτοιμο, χρησιμοποιούν αρχικά την μελωδία από ένα τούρκικο τραγούδι, την οποία ντύνει εξαιρετικά με δικούς του στίχους ο Γιάννης Κοντογούνης και γεννιέται το « Αν μια μέρα στη ζωή», ενώ κατόπιν το γκρουπ γράφει τα υπόλοιπα 3 τραγούδια στα οποία περνάει τους στίχους. Φτιάχνονται έτσι και τα «Τρία χρόνια», «Άλλη άλλη άλλη φορά» και το «Ήρθες εσύ» τα οποία αφού προβάρουν καλά, κατεβαίνουν στην Αθήνα και μέσα από μια απίστευτη ταλαιπωρία και περιπέτεια , καταφέρνουν να ηχογραφήσουν στο στούντιο ΕΡΑ της οδού Σταδίου, έχοντας να αντιμετωπίσουν και την πρωτόγνωρη έκπληξη της πολυκάναλης ηχογράφησης κατά την οποία τα όργανα θα έπρεπε να ηχογραφηθούν ένα προς ένα καθώς και το ελάχιστο χρονικό διάστημα εγγραφής των 2 ωρών. Παρ΄όλες τις πρόβες που προηγήθηκαν της εγγραφής μέσα στην μπουάτ και την προσομοίωση της εγγραφής, παίζοντας χωρίς οπτική επαφή μεταξύ τους και σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, υπήρξε πρόβλημα με την τελική εγγραφή των φωνών καθώς και των 3 σαξοφώνων. Μετά από ένα κουραστικό διήμερο, το αποτέλεσμα ήταν το επιθυμητό και επιστρέφουν πίσω στην Βέροια όπου ετοιμάζονται για την σεζόν του χειμώνα του 1970.

Το ίδιο καλοκαίρι, η μπάντα θα δώσει παράλληλα μια σειρά συναυλιών για την προώθηση του ρεπερτορίου τους στην Νάουσα, Έδεσσα, Αλεξάνδρεια όταν θα λάβουν πρόσκληση για εμφανίσεις στο κέντρο Ρέμβη της Θεσσαλονίκης, όπου θα εμφανιστούν με εντυπωσιακές στολές και με το εντυπωσιακό τους ρεπερτόριο, καθώς και με το προτέρημα να αφουγκράζονται την αντίδραση του κόσμου, θα διαμορφώσουν ανάλογα το πρόγραμμα ώστε να τους κρατήσουν σε εγρήγορση σε όλη την βραδιά. Σε μια από τις πρώτες τους εμφανίσεις θα τύχει η αίθουσα να έχει κλειστεί από την κόρη του άγγλου πρόξενου, η οποία θα μείνει εντυπωσιασμένη από τις δυνατότητες της μπάντας. Παράλληλα, με ιδέα του Τάκη Παπαδημητρίου, ο οποίος λόγω της προϋπηρεσίας του στην Φιλαρμονική κατείχε και το παραδοσιακό ρεπερτόριο, αποφασίστηκε μετά τα μοντέρνα τραγούδια τα πνευστά να εκτελέσουν δημοτικά τραγούδια, ξεσηκώνοντας τον ενθουσιασμό στους παριστάμενους έλληνες προσκεκλημένους, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να ανέβουν στην πίστα. Η οικονομική συμφωνία με το κέντρο ήταν εξαιρετικά συμφέρουσα, ώστε να γίνει εφικτό να αποπληρώσουν τα όργανά τους και να αποταμιεύσουν κάποιο ποσό. Σε μια έκτακτη εμφάνισή τους σε συναυλία σε σινεμά της πόλης την ίδια ημέρα που εμφανίζονταν και οι Olympiansσε παρακείμενο σινεμά, θα ξεπουλήσουν στην προπώληση όλα τα εισιτήρια δημιουργώντας το αδιαχώρητο, λαμβάνοντας σχεδόν το σύνολο της νεολαίας της Βέροιας.


Τον Σεπτέμβρη του 1971 προσκαλούνται από το μεγάλο νυκτερινό κέντρο της Βέροιας «ΕΛΗΑ», στο οποίο θα επιδείξουν τεράστιες δυνατότητες ελιγμών, ώστε να αφουγκράζονται τις προτιμήσεις του γηραιότερου κοινού, εντάσσοντας ρεπερτόριο από το ελαφρό τραγούδι- μια ιδέα του Τάκη Παπαδημητρίου- στο κύριο μέρος του προγράμματος και κατόπιν συνέχιζαν με παραδοσιακά τραγούδια, λαμβάνοντας την απόλυτη αναγνώριση τόσο από τον ιδιοκτήτη της όσο και από τους θαμώνες της. Το σχήμα θα προσελκύσει το σύνολο των ετήσιων χορών των τοπικών συλλόγων ενώ τις Τετάρτες στις οποίες είχε καθιερωθεί και λαϊκή απογευματινή συναυλία της μπάντας, γίνεται το αδιαχώρητο από την νεολαία της πόλης, συμπραττοντας ενιοτε με την φιλική μοντερνα μπάντα των Spiders . Τον χειμώνα του 1971 θα γίνει κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, αφού η μπάντα εκτός από την εκτέλεση του μουσικού προγράμματος, θα αναλάβει την διεύθυνση και την λειτουργία κέντρου, με δικά της έξοδα. Αναλυτικά, ο ιδιοκτήτης της Μπουάτ 4 Μπάμπης Πιπερίδης αποχωρεί από την διεύθυνση του καταστήματος και το συγκρότημα παίρνει την γενναία απόφαση να την αναλάβουν οι ίδιοι, μαζί με το μουσικό μέρος. Θέλοντας για άλλη μια φορά να κάνουν την διαφορά, ετοιμάζουν ένα κολοσσιαίο πρόγραμμα, με ρεπερτόριο από διεθνή σκηνή, εντάσσοντας τραγούδια των Santana, αγοράζοντας τούμπες, τις οποίες χειριζόταν επιδέξια ο Γιώργος Ζήσης. Παράλληλα θα μετακληθούν καλλιτέχνες από την Αθήνα, το λαϊκό μέρος θα αναλάβει ο μπουζουξής Βασίλης Τσέλιος ενώ το πρόγραμμα άνοιγε με το «Αδέλφια, αλήτες, πουλιά», το οποίο απέδιδε ο νέος ναουσαίος τραγουδιστής Νίκος Ζαμπάκας. Την ώρα του λαϊκού προγράμματος ο ντράμερ Γιώργος Ζήσης κατέβαινε στην πίστα συνοδεύοντας τα τραγούδια, ενώ ο τρομπετίστας Ηλίας Αξαμπανόπουλος αναλάμβανε την ντραμς. Ανάμεσα από τις εμφανίσεις του γκρουπ, παρεμβάλλονται διαλλείματα με τραγούδια από τον έντεχνο χώρο και τον ελληνικό κινηματογράφο. Διασκευάζουν με απίστευτη επιτυχία το γνωστότατο “Proud Mary” των Ike & Tina Turner από soft rock με ρυθμό 4/4, σε ένα γρήγορο κομμάτι στα 16 beats με soul ενορχήστρωση, ενώ η φήμη του φτάνει στην Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, από την οποία έρχονται καθημερινά επισκέπτες.

Το τέλος του 1972 θα βρει τους Fevers με την αποχώρηση του Αντώνη Βέρρου από το μπάσο το οποίο θα αναλάβει ο Θοδωρής Πιπερίδης, ο οποίος όμως υπολειπόταν σε τεχνική και εμπειρία του προκατόχου του, με αποτέλεσμα στις πρόβες η ένταση του μπάσου να συντονίζει σε όλες τις γυάλινες επιφάνειες. Θα ακολουθήσει μια εμφάνιση στο κλαμπ Arigato της Θεσσαλονίκης ενώ με την πτώση της μοντέρνας μουσικής στο σύνολο του ελλαδικού χώρου, μοιραία στα τέλη του 1972 οι Fevers θα λάβουν ξεχωριστούς δρόμους ενώ κάποιοι εναπομείναντες θα συγχωνευθούν με τους επίσης αποδεκατισμένους Up Tight για να συνεχίσουν τις εμφανίσεις τους στην Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, το πρόωρο κλείσιμο του τοπικού δισκοπωλείου του Γιάννη Αφεντούλη, συνέβαλε στην αδυναμία πώλησης των δίσκων στους φίλους των Fevers στην Βέροια, με αποτέλεσμα να θεωρούνται σήμερα δυσεύρετοι και σε συνδυασμό με την αδυναμία καταχώρησης διαφήμισης στο ραδιόφωνο, να τους στερήσει μια μεγαλύτερη αποδοχή στον ελλαδικό χώρο.

Τα μέλη των Feversστράφηκαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις, με αρχή των Δημήτρη Σωτηρίου, ο οποίος ίδρυσε Μουσική Σχολή, κατόπιν δίδαξε στο Δημοτικό Ωδείο Βέροιας αλλά ασχολήθηκε ενεργά και με την δημοτική ραδιοφωνία της πόλης. Ο Αντώνης Βέρρος ακολούθησε για ενάμιση χρόνο καριέρα τραγουδιστή στο ελαφρολαϊκό ρεπερτόριο, εμφανιζόμενος στο κέντρο «Κατώι», στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα ενώ με την επιστροφή του στην Βέροια θα στραφεί με επιτυχία στην επιχείρηση επίπλου. Ο Βασίλης Σαρρηγιανίδης θα ασχοληθεί αρχικά με τις υδραυλικές εργασίες και κατόπιν με την γεωργία, αποσυρόμενος στο χωριό Διαβατό Βεροίας. Ο Τάκης Παπαδημητρίου έκανε καριέρα ως υπάλληλος του Δήμου Βεροίας από όπου θα αφυπηρετήσει έχοντας ανέλθει στην ανώτατη βαθμίδα Διευθυντή, εκ της οποίας συνταξιοδοτήθηκε. Ο Ηλίας Αξαμπανόπουλος θα επιστρέψει στην Θεσσαλονίκη όπου αρχικά θα εργαστεί ως μουσικός στο Cabaret Mocaboενώ κατόπιν θα λειτουργήσει επιτυχώς τυπογραφική μονάδα. Ο Γιώργος Ζήσης ασχολήθηκε με την λειτουργία νυχτερινού κέντρου, καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος καθώς και παιδότοπου, στην περιοχή της Βέροιας ενώ ο Χρήστος Πρωτόγερος θα στραφεί στις οικοδομικές επιχειρήσεις από όπου και συνταξιοδοτήθηκε.

Με αυτόν τον τρόπο έπεσε η αυλαία για τους Fevers, ένα σχήμα που καθόρισε με την ποιότητα και τις δυνατότητές του, όχι μόνο την soul μουσική αλλά και τον τρόπο διαχείρισης των παραστάσεών τους, δείχνοντας απίστευτη ευελιξία στις ζωντανές τους εμφανίσεις, προσαρμόζοντας το τεράστιο ρεπερτόριό τους ανάλογα με τις συνθήκες, τον χώρο και το κοινό , αφήνοντάς μας ως μοναδική μουσική παρακαταθήκη τα 4 εκπληκτικά τους τραγούδια να στοιχειώνουν τις νέες γενιές. Αισίως το 2022 συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από την τελευταία τους εμφάνιση (Νοέμβρης 1972) και αποτελεί κρυφό πόθο και πάγιο αίτημα των φίλων της μοντέρνας μουσικής η διοργάνωση μιας τελευταίας αποχαιρετιστήριας συναυλίας των Fevers για το κοινό που τους αγάπησε και μεγάλωσε με τα τραγούδια τους.

Tα 4 τραγούδια τους με νέο mastering από τον Δημήτρη Σωτηρίου (2022) των Fevers μπορείτε να τα ακούσετε εδώ : https://www.youtube.com/watch?v=xRmNudTKtQ0

167 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Comments


bottom of page