Οι «Rabbits», σίγουρα αποτελούν ένα από τα παλαιότερα ελληνικά ροκ γκρουπ και παράλληλα είναι το πρώτο από τα ελάχιστα επαρχιακά συγκροτήματα, που κατάφερε να σπάσει το δισκογραφικό κατεστημένο Αθήνας – Θεσσαλονίκης και να δισκογραφήσει, κατά την δεκαετία των 60’s. Και εάν συνυπολογίσουμε τον κατασταλαγμένο τους ήχο πάνω στις φόρμες του garage αλλά και τις επιπλέον δυσκολίες λόγω της έδρας τους που ήταν η Ρόδος, (μακριά από την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, που ήταν τα μοναδικά επίκεντρα καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων της τότε εποχής) καταλαβαίνουμε πως μιλάμε για μια τιτάνια προσπάθεια για διάκριση των τότε νεαρών ακόμα μαθητών του Γυμνασίου, ηλικίας από 15 έως 18 ετών!!!
Ιδρυτής του γκρουπ το 1963, και «νονός» βαπτίζοντάς το «The Rabbits» ή «Τα κουνέλια της Ρόδου» ήταν ο Γιάννης Χαραλαμπίδης (σόλο κιθάρα, φωνή) που μαζί με τα αδέρφια Μανιατάκη, τον Γιάννη (ρυθμική κιθάρα, φωνή) και τον Βασίλη (μπάσο) και που μαζί με τον Γιώργο Χρήστου (ντραμς) αυτοδίδαχτοι, με ελάχιστες γνώσεις μουσικής, βάλθηκαν, με κύριο κίνητρο την αγάπη τους για την μουσική και απώτερο σκοπό να εντυπωσιάσουν και να κατακτήσουν το…ασθενές φύλο, όπως όλοι οι νεαροί της κάθε εποχής, αποφασίζουν να παίξουν οι ίδιοι τα τραγούδια που αγαπούσαν, ιδίως του «Elvis Presley», των «Beatles» και των «Animals». Αρχίζουν λοιπόν τις πρόβες και όταν ένοιωσαν έτοιμοι και δεμένοι σαν μουσικό σύνολο, εμφανίζονται σε πάρα πολλές και διαφορετικές εκδηλώσεις, συγκεντρώσεις, φεστιβάλ, χοροεσπερίδες, πάρτι, ρεσιτάλ και μουσικούς διαγωνισμούς, κατακτώντας πάντοτε την πρώτη θέση και φυσικά την προτίμηση της Ροδίτικης νεολαίας. Έτσι πήραν επάξια τον τίτλο του καλύτερου συγκροτήματος εκείνη την δεκαετία στην Δωδεκάνησο. Όμως κατέκτησαν και πολλές περγαμηνές σε τυχαίες εμφανίσεις τους στην Αθήνα, διαγωνιζόμενοι ενάντια στα μεγάλα ονόματα εκείνης της εποχής. Μερικές απ’ αυτές τις αξιοσημείωτες δραστηριότητές τους στην πρωτεύουσα, εκτός φυσικά την ηχογράφηση του «single» τους, ήταν η τυχαία συμμετοχή τους (με…δανεικά όργανα) κατά την διάρκεια της ετήσιας σχολικής εκδρομής, στα προκριματικά «πρωινά» του Ηλία Καραμανέα στον κινηματογράφο «Rex». Η κατάκτηση της πρώτης θέσης κατόπιν ψηφοφορίας και η ανάδειξή τους σε «Super Special» γκρουπ και η πρόκρισή τους στο Φεστιβάλ της «Βραδυνής». Επίσης το δικαίωμα συμμετοχής τους στο Ρεσιτάλ «Μαμούθ» στο θέατρο «Πιγκάλ» με τον Νίκο Μαστοράκη, καθώς και το δικαίωμα συμμετοχής τους στην «Χρυσή Βραδιά» στο «Παναθηναικό» στάδιο… Δεν μπόρεσαν όμως ποτέ να αξιοποιήσουν αυτές τις πολύτιμες προκρίσεις και τα δικαιώματα που απέκτησαν μ’ αυτές και να διαγωνισθούν μαζί με όλα τα άλλα γνωστά και άγνωστα συγκροτήματα εκείνης της εποχής (σαν ίσοι προς ίσους) και πιθανότατα να μπορέσουν να ξεφύγουν από την αφάνεια της επαρχίας και να διακριθούν… Διότι, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει και μια πιθανή διάκριση των «Κουνελιών» της Ρόδου, αν είχαν την δυνατότητα να εμφανισθούν και να ακουστεί ο ήχος τους και οι ικανότητές τους, σε μια έστω, από αυτές τις εκδηλώσεις. Τρανότατο παράδειγμα, οι μέχρι τότε άγνωστοι Θεσσαλονικείς «Olympians» έχοντας «κρυφό όπλο» τον «Τρόπο», έγιναν πασίγνωστοι στο πανελλήνιο, αμέσως μετά την εμφάνισή τους στην «Χρυσή Βραδιά», που και οι «Rabbits» είχαν το δικό τους «κρυφό όπλο», το «Φύγε, Φύγε λοιπόν»… Δυστυχώς όμως, ήταν αδύνατη η παρουσία τους εκείνες τις συγκεκριμένες ημερομηνίες , για πολλούς λόγους. Παραδείγματος χάριν, όπως το νεαρό της ηλικίας, η πολύτιμη άδεια και συναίνεση από τους αυστηρούς γονείς και το αυστηρό σχολείο, το αιώνιο δίλημμα των απουσιών, η μεγάλη απόσταση που τους χώριζε από την Αθήνα, καθώς και η απαραίτητη χρηματική άνεση, που ποτέ δεν την είχαν… Αυτά λοιπόν σαν μια παρατήρηση και τα συμπεράσματα δικά σας…
Οι ικανότητές τους και τα πρώτα εκπληκτικά αποτελέσματα σε…τοπικό επίπεδο, (που εδώ τουλάχιστον μπορούσαν να εμφανισθούν), φάνηκαν κιόλας από την πρώτη τους δημόσια εμφάνιση, στην συναυλία που έδωσαν στις 7 Μαρτίου του 1964 στο κτίριο της Περιηγητικής Λέσχης Ρόδου. Μία κατάμεστη αίθουσα ταρακουνιέται συθέμελα από τους εκρηκτικούς «Rabbits», οι οποίοι δεν αρκούνται σε μια απλή και πιστή απόδοση των τραγουδιών αλλά ταυτόχρονα αυτοσχεδιάζουν. Πώς; Οι τρείς κιθαρίστες βάζουν τις κιθάρες τους στους ώμους χορεύοντας στον ρυθμό των τραγουδιών που παίζουν, προσθέτοντας εμπνευσμένα διάφορα σόλα σε κάθε δυνατό και…αδύνατο σημείο. Ενώ ο ντραμίστας όρθιος, πότε πετά στον αέρα τις μπαγκέτες και μετά τις ξαναπιάνει, πότε τις…ταλαιπωρεί στριφογυρίζοντάς τες ανάμεσα στα δάχτυλά του, με άμεσο κίνδυνο να…χάσει η μπάντα τον ρυθμό!. Αποτέλεσμα; Πρώτο: Το παραλήρημα και η αποθέωση από τον νεαρόκοσμο που ξεσηκωμένο χειροκροτεί ρυθμικά, τραγουδά, φωνάζει και χορεύει έξαλλα όπου…βρει, από τους διαδρόμους, ως και πάνω στα…καθίσματα. Δεύτερο: Το…πάγωμα όλων στην αίθουσα λίγο πριν το τέλος, με την ξαφνική είσοδο τεσσάρων ειδοποιηθέντων καθηγητών, οι οποίοι έκπληκτοι κοίταξαν για λίγο το τι γινόταν και με δήθεν καθησυχαστικά νεύματα έφυγαν. Και τρίτο: Η πρώτη 8ήμερη αποβολή των Rabbits με «κοσμία» διαγωγή, διότι επακολούθησαν κι’ άλλες, (κάθε συναυλία και 8ήμερη αποβολή με «κοσμία» διαγωγή) από το αυστηρό συμβούλιο των καθηγητών, γονέων και κηδεμόνων του Βενετοκλείου Γυμνασίου Αρρένων της Ρόδου, που αμέσως συνήλθε…εκτάκτως!!! Και για την ιστορία… Ο λόγος της αποβολής, σύμφωνα πάντα με τα πιστεύω των καθηγητών, γονέων και κηδεμόνων, ήταν, ότι ή πρωτότυπη «χορευτική» σκηνική παρουσία των «Rabbits», οι εκρηκτικές ερμηνείες των τραγουδιών των «Σκαθαριών», του «Elvis» και των «Animals», …προκαλούσαν τα ήθη της εποχής και έβαλαν σε μεγάλη ανησυχία τους ….γονείς, τους κηδεμόνες και τους καθηγητές, που μ’ αυτόν τον τρόπο, προσπάθησαν να…προστατεύσουν την νεολαία. Και σαν να μην έφτανε αυτό, προστέθηκε και μία τοπική φυλλάδα (εφημερίδα) που έγραψε το εξής περίφημο: «Νεαροί κοντομάλληδες, μαθητές του Γυμνασίου, μιμούμενοι τους…«κάνθαρους» μακρυμάλληδες Άγγλους Beatles, έφεραν τον…υπόκοσμο της Αγγλίας στην Ρόδο!!!». Μετά και απ’ αυτό, οι αποβολές…βροχή και τα σχόλια, δικά σας… Αυτές οι άδικες 8ήμερες αποβολές δυστυχώς, διόγκωσαν τις λίγες ήδη υπάρχουσες απουσίες των «Rabbits», με συνέπεια να υπερβούν το επιτρεπόμενο όριο και έτσι δυστυχώς να είναι πρόωρα καταδικασμένοι να μείνουν όλοι στάσιμοι από…απουσίες. Και σε συνάρτηση με την «κοσμία» διαγωγή που φιλοδώριζαν...απλόχερα οι καθηγητές στα μέλη του γκρουπ μαζί με κάθε αποβολή, το μέλλον και οι σταδιοδρομίες των, δεν διαγράφονταν ρόδινα. Παρ’ όλες όμως τις άδικες καταδίκες από το σχολείο εις βάρος τους, αυτοί συνέχισαν την μουσική τους δραστηριότητα και το κυριότερο, έδιναν τα έσοδα των συναυλιών που έκαναν σε διάφορα κοινωφελή ιδρύματα, αποδεικνύοντας περίτρανα σ’ όλους όσους τους κατηγορούσαν και τους καταδίκαζαν, ότι κάθε άλλο παρά τον υπόκοσμο της Αγγλίας έφεραν στην Ρόδο!!! Όμως έτσι, το ενδιαφέρον των Rabbits, όχι μόνο για διάβασμα αλλά και για κάθε άλλη σχολική δραστηριότητα έπαψε να υπάρχει, με αποτέλεσμα οι δύο εξ αυτών που σημειωτέον ήταν και πολύ καλοί αθλητές, με την σειρά τους να αρνηθούν την συμμετοχή τους στους ετήσιους Πανδωδεκανησιακούς σχολικούς αγώνες στίβου. Τελικά, όμως ο γυμναστής του σχολείου, που χρειαζόταν τους σίγουρους βαθμούς από την συμμετοχή των δύο «Γιάννηδων» στους αγώνες και που γνώριζε την κοινωφελή δραστηριότητα του γκρουπ, με δυναμική παρέμβασή του στο συμβούλιο των καθηγητών, γονέων και κηδεμόνων του Γυμνασίου, πληροφορώντας τους για το ποιόν των «Rabbits», κατάφερε να αποκαταστήσει την αδικία εις βάρος τους, προτείνοντας μια περίεργη αλλά ουσιαστική συναλλαγή, την ανταλλαγή απουσιών και κοσμίας διαγωγής των μελών του γκρουπ, με την επιστροφή των δύο «Γιάννηδων» στον σχολικό στίβο για συγκομιδή μεταλλίων και βαθμών για το σχολείο!!! Έτσι, ο Γιάννης Μανιατάκης στο μήκος και στις ενόργανες ασκήσεις και ο Γιάννης Χαραλαμπίδης στα 800 μ. στην σκυταλοδρομία 4 x 100 μ. και στις ενόργανες, συμμετείχαν σ’ αυτούς τους αγώνες, όπου και κατέκτησαν τα αντίστοιχα μετάλλια και τους πολύτιμους βαθμούς για το σχολείο και φυσικά με τη σειρά του το σχολείο, ανακάλεσε τις εξοντωτικές ποινές. Με αλλαγμένο πλέον το κλίμα και με βελτιωμένες τις σχέσεις τους, η ίδια η διεύθυνση του σχολείου (γνωρίζοντάς τους καλύτερα πια) υποκλίθηκε στο ήθος και το ταλέντο του γκρουπ, δίνοντάς τους το αποκλειστικό δικαίωμα στην τέλεση των συναυλιών, χοροεσπερίδων και άλλων εκδηλώσεων και προβολών, του σχολείου… Όμως, με το σερί των εκπληκτικών live να συνεχίζεται και την επόμενη χρονιά, με όλα τα κακά αλλά και καλά επακόλουθα, γίνεται το απίστευτα ακατόρθωτο: Ο Νίκος Μαστοράκης, ο γνωστός δημοσιογράφος και «κυνηγός μουσικών ταλέντων» εκείνης της εποχής, που έτυχε να παρευρίσκεται σε μία από τις συναυλίες αυτές, μένει εντυπωσιασμένος και αιφνιδιάζοντάς τους, τους επισκέπτεται στο σπίτι των αδελφών Μανιατάκη, εν ώρα πρόβας και τους προτείνει άμεσα την εγγραφή ενός «single». Η μπάντα ενθουσιάστηκε και σχεδίαζε να ηχογραφήσει για το single, ένα ξένο ανώνυμο ορχηστρικό, το οποίο το διασκεύασαν και είχαν μετονομάσει σε “the Rabbit stomp” και το είχαν καθιερώσει παίζοντάς το σαν εισαγωγή σε κάθε εμφάνισή τους. Καθώς επίσης και τον «ύμνο» τους «Peter Rabbit» τα οποία θα απέδιδε ο Γιάννης Χαραλαμπίδης. Όμως λόγω του άσχημου καιρού και της πολύωρης ταλαιπωρίας του ταξιδιού σε κατάστρωμα πλοίου, (ελλείψει χρημάτων) από Ρόδο – Πειραιά και μετά Αθήνα, «κλείνει» η φωνή του Γιάννη Χαραλαμπίδη και έτσι αναγκάζονται μέσα σε ένα απόγευμα να προβάρουν δύο άλλα τραγούδια για το single με τραγουδιστή πλέον τον Γιάννη Μανιατάκη, δημιουργό της μουσικής αυτών των τραγουδιών και πιο κοντά στα μέτρα του, πάνω σε στίχους της Αμερικανίδας φίλης του, Lora Tripp. Αλλά ο Γιάννης Μανιατάκης, γνώριζε ελάχιστα αγγλικά, γεγονός που αποτυπώνεται και με την προφορά του, στα τραγούδια. Πάντως, όπως και να είχαν τα πράγματα, την επόμενη μέρα, στο στούντιο της Columbia και με ηχολήπτη τον Όμηρο Αθηναίο, μπαίνουν να ηχογραφήσουν με όργανα ενοικιασμένα, έχοντας στην διάθεσή τους μόνο ένα 4ωρο, ανάμεσα στους «Knacks» και σε ένα λαϊκό σχήμα. Επιπλέον πρόβλημα, έχουν την χωροταξική διαμόρφωση του στούντιο, αφού το κάθε ένα όργανο ηχογραφείται σε ξεχωριστή καμπίνα, χωρίς να υπάρχει καλή οπτική και ακουστική επαφή μεταξύ των μουσικών και χωρίς την καθοδήγηση της φωνής, φωνητικών κλπ. Οι φωνές θα γράφονταν μετά, πάνω στα ήδη ηχογραφημένα όργανα (πρωτόγνωρα πράγματα ατυχώς γι’ αυτούς τότε) και έτσι η αποτύπωση γίνεται κάπως «ξερή» αφού δεν έγινε εφικτό να παίξουν και να αποδώσουν όπως αυτοί ήξεραν. Παρ’ όλες όμως αυτές τις αντιξοότητες που συνάντησαν, το single είχε απρόσμενη επιτυχία σε τοπικό επίπεδο, αν και λιγότερη σε Πανελλήνιο. Μετά την επιστροφή τους στη Ρόδο, προστίθεται στο γκρουπ και ο Νίκος Κούρος (όργανο, φωνή) με τον οποίο το σχήμα φτάνει στο απόγειο του ήχου του. Μετά την επιτυχία του πρώτου single, οι «Rabbits» ετοιμάζονται για ένα δεύτερο, το οποίο θα περιελάμβανε την διασκευή του Αμερικάνικου τραγουδιού «Simon says» των «1910 Fruitgum Co» ως «Φύγε, Φύγε λοιπόν» με στίχους του Γιάννη Χαραλαμπίδη. Καθώς και το «Rabbit stomp» που δεν γράφτηκε στην πρώτη προσπάθεια. Ερχόμενος για οικογενειακούς λόγους ο Γιάννης Χαραλαμπίδης στην Αθήνα, άφησε μια μπομπίνα (ηχογραφημένη σε ένα μικρό ιδιωτικό Studio στην Ρόδο) με την δική τους διασκευή του «Simon says» ως «Φύγε, Φύγε λοιπόν» στον Όμηρο Αθηναίο για αξιολόγηση και έγκριση από την εταιρία. Όμως, κατά κάποιο τρόπο ή ίσως και κατά τύχη, η ηχογράφηση αυτή έφτασε στα αυτιά του Τάκη Τσερώνη, μάνατζερ τότε των «Charms». Φαίνεται πως του άρεσε, φαίνεται πως έγιναν και κάποιες παρασκηνιακές συζητήσεις με την εταιρία, με αποτέλεσμα το «Φύγε, Φύγε λοιπόν» να γίνει «Τρελλοκόριτσο» με άλλους στίχους και έτσι οι «Charms» έδρεψαν τις δάφνες της επιτυχίας του «Φύγε, Φύγε λοιπόν» με το «Τρελλοκόριτσο», αντί για τους «Rabbits»… Κατόπιν, σε κάποια συνάντηση του Γιάννη Χαραλαμπίδη με τον τότε ιδιοκτήτη της PanVox (Music Box), Μαρτέν Γκεσάρ, δόθηκε από τον ίδιο τον Μαρτέν Γκεσάρ η ειλικρινής καθ’ όλα τ’ άλλα εξήγηση στον Γιάννη Χαραλαμπίδη, που δεν πίστευε στα ίδια του αυτιά αυτά που άκουγε στην ιδιάζουσα αρμένικη προφορά του ιδιοκτήτη της PanVox, ότι…«το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό»! Και δυστυχώς είναι αλήθεια ότι έτσι έγινε τότε, έτσι γίνεται και θα γίνεται πάντοτε στην ζωή, όσο πικρό και αν ήταν για τον απογοητευμένο Γιάννη Χαραλαμπίδη και για τα υπόλοιπα εξ’ ίσου απογοητευμένα «Κουνέλια της Ρόδου»
Κάπως έτσι λοιπόν, αναπάντεχα και άδοξα, έληξε η ξέφρενη πορεία των «Rabbits», των «Κουνελιών», του μαθητικού συγκροτήματος «γιέ – γιέ», του Βενετοκλείου Γυμνασίου Αρρένων της Ρόδου. Έτσι, μπαίνοντας το 1968 και όντας απογοητευμένοι από την ατυχία και την άσχημη εξέλιξη της ομολογουμένως όμορφης δημιουργίας τους «Φύγε, Φύγε λοιπόν», τράβηξαν τον δρόμο τους, ο καθένας ξεχωριστά. Ο Γιάννης Χαραλαμπίδης, φεύγει στην Ιταλία για να σπουδάσει Χημικός στην Ρώμη, αλλά αναγκάζεται να τις διακόψει στο 3ο έτος και να επιστρέψει πρόωρα, για να αναλάβει την οικογενειακή τους επιχείρηση καλλυντικών στην Ρόδο, λόγω αιφνίδιας σοβαρής ασθένειας του πατέρα του. Όμως ποτέ δεν εγκατέλειψε εντελώς την μουσική. Συνέχισε να παίζει κιθάρα για κάποιο χρονικό διάστημα σε διάφορες άλλες ορχήστρες μαζί με τον ντραμίστα των «Rabbits» Γιώργο Χρήστου, συνοδεύοντας αρκετούς γνωστούς καλλιτέχνες που εμφανιζόντουσαν κατά καιρούς, σε διάφορα νυχτερινά κέντρα της Ρόδου. Παράλληλα, ασχολήθηκε στον ελεύθερό του χρόνο με ηχογραφήσεις σε δικό του χώρο, κατ’ αρχή με τα αδέλφια Μανιατάκη και μετά με τον Μιχάλη Παπαδογιάννη, (φίλο του, αξιολογότατο μουσικό, πολύ καλό κιθαρίστα και άριστο τραγουδιστή), ηχογραφώντας ή διασκευάζοντας πολλές διεθνείς επιτυχίες των 60’ς, με κορυφαία μια δημιουργία αφιέρωμα από 40 “non-stop mega hits” του αγαπημένου του τραγουδιστή Elvis Presley, που και αυτή η δημιουργία του, δεν είχε την τύχη να ηχογραφηθεί επαγγελματικά σε δισκογραφική εταιρεία και να κυκλοφορήσει σε LP. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία! Ο Γιώργος Χρήστου με την σειρά του, συνέχισε για κάποιο διάστημα την ενασχόλησή του με τα ντράμς σε διάφορες άλλες ορχήστρες, άλλοτε με τον μπασίστα των «Rabbits» Βασίλη Μανιατάκη και άλλοτε με τον σολίστα του γκρουπ Γιάννη Χαραλαμπίδη, συνοδεύοντας πολλούς γνωστούς καλλιτέχνες, όπως ο αείμνηστος Βασίλης Κουμπής, η Χάρις Αλέξίου, η Αρλέτα, η Αλεξάνδρα, η Ανθίππη, ο Τάκης Βούης, ο Λίνος Κόκοτος κ. ά. Ενώ παράλληλα σπούδασε Γεωπονία στην Θεσσαλονίκη και στην συνέχεια απορροφήθηκε ως Γεωπόνος στο Υπουργείο Γεωργίας, όπου εργάζεται μέχρι σήμερα. Ο Νίκος Κούρος, ο «Βενιαμίν» των «Κουνελιών της Ρόδου», θα εξελιχθεί σε έναν από τους καλύτερους πανελλαδικά οργανίστες και θα συνεχίσει ως μουσικός, πιανίστας, οργανίστας και ενορχηστρωτής μέχρι και σήμερα, συνεργαζόμενος με κορυφαία ονόματα της εγχώριας σκηνής, όπως ο Γιώργος Μαρίνος, ο Δήμος Μούτσης, η Μαρινέλλα, ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Χάρις Αλεξίου, ο Γιάννης Πάριος, ο Αντώνης Ρέμος πρόσφατα, και άλλοι και συνεχίζει μέχρι σήμερα. Παράλληλα δε, ενασχολείται και με διάφορες ηχογραφήσεις σε συνεργασία με άλλους καλλιτέχνες μουσικούς, που σύμφωνα με πληροφορίες, σύντομα θα κυκλοφορήσουν σε CD. Ο Γιάννης Μανιατάκης, έφυγε και αυτός με την σειρά του για σπουδές στην Ιταλία και στράφηκε στην Αρχιτεκτονική και επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εργάστηκε στην αρχή μόνος και κατόπιν σε τεχνική οικοδομική εταιρεία, όπου εργάζεται μέχρι και σήμερα. Όμως, όπως όλα τα υπόλοιπα «κουνέλια», ποτέ δεν εγκατέλειψε εντελώς την μουσική. Ασχολήθηκε στον ελεύθερό του χρόνο με ηχογραφήσεις σε δικό του χώρο, με τον αδελφό του Βασίλη καθώς και με τον Γιάννη Χαραλαμπίδη. Ενώ τέλος ο Βασίλης Μανιατάκης, συνέχισε να παίζει μπάσο κιθάρα συνοδεύοντας αρκετούς γνωστούς καλλιτέχνες, κατ’ αρχάς μαζί με τον ντραμίστα του γκρουπ Γιώργο Χρήστου. Αργότερα μόνος, συνέχισε να παίζει επαγγελματικά μπάσο μέχρι τα τέλη του ’90 σε διάφορες άλλες ορχήστρες, με πολύ εντυπωσιακές επιδόσεις στον χώρο, παίρνοντας έτσι επάξια το τίτλο του καλύτερου κιθαρίστα - μπασίστα στα Δωδεκάνησα και όχι μόνο. Όμως, στάθηκε άτυχος, αφού χτυπήθηκε από την επάρατο και μετά από σκληρή μάχη 7 ετών, δυστυχώς έφυγε για πάντα από κοντά μας το 2004, σε ηλικία 54 ετών…
Αξιοπερίεργο: Παρ’ όλο που καταφανώς οι «Rabbits» αδικήθηκαν από την εξέλιξη της μουσικής τους πορείας, δεν παύουν να έχουν το προνόμιο να είναι μια από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη Ελληνική μπάντα με ήχο garage.
…Και μιλώντας για «αδικία» εις βάρος των «Κουνελιών» της Ρόδου, που πρώτοι απ’ όλους τους άλλους Ροδίτες μουσικούς (και όχι μόνο) μπόρεσαν να δισκογραφήσουν και έτσι να βγάλουν από την μουσική αφάνεια για πρώτη φορά στην ιστορία της στον συγκεκριμένο τομέα, την Ρόδο, δεν αδικήθηκαν μόνο από την εξέλιξη της μουσικής τους πορείας τότε, (λόγω διαφόρων συγκυριών) αλλά αδικήθηκαν ακόμη μια φορά μετά από πολλά χρόνια, τώρα, πρόσφατα, όταν έγινε στην Ρόδο μια εκδήλωση από τοπικό πολιτιστικό φορέα του Δήμου Ροδίων. Σκοπός της εκδήλωσης ήταν η αναγνώριση και η βράβευση όλων των Ρόδιων μουσικών, για την προσφορά τους στον τομέα της μουσικής στον τόπο τους. Τι συνέβη συγκεκριμένα; Μην φανταστείτε τίποτα το πρωτότυπο η εξωφρενικό, απλά συνέβη ότι συμβαίνει σχεδόν πάντοτε σε κάθε τομέα στην Ελλάδα. Δηλαδή, ούτε λίγο, ούτε πολύ, έλαμψε η Ελληνική προχειρότητα, η μη σοβαρότητα και η επιπολαιότητα, με την οποία χειρίζονται όλες τις υποθέσεις που αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν οι ανέκαθεν γενικώς αναρμόδιοι και ανευθυνουπεύθυνοι «αρμόδιοι», που τελικά τα κάνουν…θάλασσα σχεδόν πάντα… Όπως πολύ καλά καταλάβατε, οι «Rabbits» ξεχάστηκαν στο χρονοντούλαπο μαζί με ένα άλλο εξ’ ίσου ιστορικό γκρουπ, τους «Beavers», τους «Κάστορες» της Ρόδου, από την επιλεκτική μνήμη αυτών που διοργάνωσαν αυτή την εκδήλωση «παρωδία». Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθούν προφορικές και έγγραφες αντιδράσεις (στον τοπικό τύπο), από αρκετούς Ροδίτες και Ροδίτισσες που έζησαν και αγάπησαν τα «κουνελάκια» και τα «καστοράκια», αναγκάζοντάς τους να παραδεχθούν ότι τελικώς, έγιναν «κάποια» λάθη και «παραλείψεις».
Έτσι, ενώ κάποτε η κοινωνία της Ρόδου αποθέωνε «Rabbits» και «Beavers», τελικά τώρα, οι εκπρόσωποι της κοινωνίας του Σμαραγδένιου Νησιού, σαν ένας σύγχρονος «Κρόνος που τρώει τα παιδιά του» η σαν μια σύγχρονη «Μήδεια που σκοτώνει τα παιδιά της», ξέχασε τους «Rabbits», ξέχασε τους «Beavers», βραβεύοντας και αναγνωρίζοντας (!) μουσικούς, που μεγάλη μερίδα αυτών δεν ήταν ούτε καν…Ροδίτες, αλλά μουσικοί ημεδαποί που απλά εργάζονταν στην Ρόδο!!!
Μπορεί λοιπόν καταφανώς να αδικήθηκαν οι «Rabbits» από την εξέλιξη της μουσικής τους πορείας στην ίδια τους την χώρα την Ελλάδα, μπορεί να «ξεχάστηκαν» από μια μερίδα της κοινωνίας του τόπου τους, της Ρόδου, όμως αναμφισβήτητα το μόνο σίγουρο είναι ότι αναγνωρίστηκαν, διότι δημιούργησαν, πρωτοπόρησαν, αγαπήθηκαν και άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην μουσική ιστορία της Ρόδου.
Και η αναμφισβήτητη αυτή αναγνώρισή τους μπορεί να μην έγινε σε Ελληνικό επίπεδο, όμως έγινε, αν και με καθυστέρηση αρκετών χρόνων και ανάγεται πλέον σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, αφού η αντίστοιχη ξένη κοινότητα τους αναγνωρίζει και τους έχει πολύ ψηλά στην εκτίμησή της!
Δισκογραφική παρουσία των «Κουνελιών της Ρόδου»:
1)Single “Run around of a girl / I’m looking in the universe” Panvox , Pan6062 ,1966
2) Συμμετοχή στην συλλογή LP “Greek garage bands of 60’s” με τα δύο τραγούδια του single, Music Box MBI 10489, 1990.
3) Συμμετοχή στην συλλογή CD “Greek Garage Bands of 60’s” με τα δύο τραγούδια του single, Music Box MBI 10682, 1997.
4) Συμμετοχή στην συλλογή CD “OLDIES BUT GOODIES No.09” με τα δύο τραγούδια του single, Music Box MBIInternational S.A. CD 16683, 2004.
5) Συμμετοχή στην διπλή συλλογή CD “Τα Γιεγιέδικα” με τα δύο τραγούδια του single, Compilation by Kostas A. Giannikos for Music Box MBI International S.A. 2CD 18019 - 18020, 2007.
6) Συμμετοχή στην διπλή συλλογή CD “Τα Πρώτα Ελληνικά Συγκροτήματα - Sixties Garage Bands” με τα δύο τραγούδια του single, Compilation by Kostas A. Giannikos for Music Box MBI International S.A. 2CD 18019 - 18020, 2007.
Σχόλια