Οι Transport αποτελούν ένα μοναδικό παράδειγμα μιας δημιουργικής παρέας που αν και δρούσε εκτός των δύο μεγάλων αστικών κέντρων Αθήνας και Θεσσαλονίκης, κατάφερε να αφήσει ένα έργο που αποκρυσταλλώνει με απόλυτο τρόπο την Synth pop των μέσων της δεκαετίας του ’80, ενώ ο ήχος τους θεωρείται σήμερα ένα απίστευτο αμάλγαμα στο οποίο συγκεράστηκαν οι προσωπικές επιρροές των μελών του γκρουπ, ο new wave ήχος αλλά και το post punk.
Αναλυτικότερα, οι Transport ξεκίνησαν ως Cosmos Factory στο Κρόνιο το 1971 προς 1972, με αρχικά μέλη τον Άταλο Πουλέλη -ντραμς, τον Σκόκο Γεώργιο -κιθάρα, τον Μπάμπη Ναβροζίδη -όργανο, πνευστά, τον Χρήστο Πουλέλη-μπάσο και τον Γιάννη Σαββίδη- ακουστικές και ηλεκρικές κιθάρες. Μέχρι το 1976 που θα διαλυθούν λόγω στράτευσης των μελών τους, σαφώς επηρεασμένοι από το μουσικό στίγμα των Creedence Clearwater Revival αλλά και του progressive ήχου της εποχής, φτιάχνουν τις πρώτες τους συνθέσεις, τις οποίες ηχογραφούν σε πομπίνες αλλά χωρίς να γίνει εφικτό η προσπάθεια αυτή να βρει κάποιον δρόμο προς την δισκογραφία. Το 1979 το ιστορικό γκρουπ της Κατερίνης, επανήλθε με την ονομασία Transport και με τα νέα μέλη του γκρουπ (Χρήστος Πουλέλης- μπάσο, Γιάννης Τζιμαπίτης- ντραμς/ κρουστά, Γιάννης Σαββίδης- Ακουστική και ηλεκτρική κιθάρα, Γιάννης Κλιγκόπουλος – φωνητικά), έρχονται σε επαφή με τα πρώτα διεθνή συγκροτήματα που φέρνουν το νεοκυματικό ύφος και ήθος στις συνθέσεις τους, με αποτέλεσμα οι νέες δημιουργίες τους να εμπεριέχουν μέσα από μια ομαλή και αβίαστη διαδικασία, στοιχεία του new wave και Synth pop ήχου. Στα τέλη του 1984 το υλικό έχει πλέον αποκρυσταλλωθεί, σε 8 πρωτότυπες συνθέσεις σε μουσική Χρήστου Πουλέλη και Γιάννη Σαββίδη και στίχους του Γιάννη Κλιγκόπουλου, οπότε και μεταβαίνουν στην Θεσσαλονίκη ώστε να τα ηχογραφήσουν στο Papa’s Studio του Παναγιώτη Παπαχατζή. Ο Παναγιώτης Παπαχατζής, εκτός από ηχολήπτης είχε αποτελέσει και μέλος κορυφαίων συγκροτημάτων της συμπρωτεύουσας (Ζηλωτής) από τις αρχές του ’70, ενώ ως ηχολήπτης, παραγωγός και μουσικός είχε συμβάλλει στις ηχογραφήσεις κορυφαίων γκρουπ της Θεσσαλονίκης (Nemo, Northwind, Γκρόβερ), ευρισκόμενος πάντα σε πλήρη ευθυγράμμιση με τον ήχο που είχε παγιωθεί στην Ευρώπη. Κατά την ηχογράφηση των 8 κομματιών των Transport ενθουσιάστηκε με το υλικό του γκρουπ και έλαβε θέση μπροστά από την κονσόλα του ηχολήπτη, παίζοντας πλήκτρα Korg, συνδιαμορφώνοντας την ενορχήστρωση των τραγουδιών και προσθέτοντας με απίστευτη εφευρετικότητα εφέ με πρωτόλεια όσο και αποτελεσματικά μέσα. Για την δημιουργία ενός μοναδικού ήχου θορύβου, χρησιμοποίησε το νάιλον περιτύλιγμα πακέτου τσιγάρων, το οποίο με την κατάλληλη τριβή και τα αντίστοιχα φίλτρα μπροστά από ένα πυκνωτικό μικρόφωνο, έδωσαν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Η ηχογράφηση έγινε στο κορυφαίο για την εποχή του οκτακάναλο Tascam 58 και διήρκεσε σχεδόν όλο τον Ιούνιο του 1985, με την μπάντα να πηγαινοέρχεται καθημερινά από την Κατερίνη στην Θεσσαλονίκη, μέχρι να ολοκληρωθεί η ηχογράφηση του δίσκου. Την δημιουργία τόσο των εικαστικών του εξωφύλλου όσο και τις φωτογραφίες της μπάντας έφερε εις πέρας ο συντοπίτης τους και κορυφαίος εικαστικός/φωτογράφος Γιάννης Τσαουσίδης, δημιουργώντας ένα ταιριαστό όσο και μοναδικό εικαστικό, αντάξιο των κορυφαίων ευρωπαϊκών εκδόσεων. Το τελευταίο εμπόδιο για την κυκλοφορία του άλμπουμ “Just a dream” ήταν η εύρεση δισκογραφικής εταιρείας που θα έδειχνε εμπιστοσύνη σε ένα φρέσκο υλικό αλλά οι επαφές τόσο με αθηναϊκές όσο και με θεσσαλονικιώτικες εταιρείες απέβησαν άκαρπες, οπότε και ο ηχολήπτης τους Παναγιώτης Παπαχατζής, προχώρησε σε μια τολμηρή κίνηση, ιδρύοντας μια νέα δισκογραφική στέγη υπό τον τίτλο Papa’s Studio Record’s ώστε να γίνει επιτέλους εφικτή η κυκλοφορία του στα τέλη του 1985. Το άλμπουμ γνώρισε ενθουσιώδη υποδοχή στην γενέτειρά τους Κατερίνη αλλά και μια σχετική αναγνώριση στην Θεσσαλονίκη, ενώ η αδυναμία διανομής του στην Αθήνα, δεν βοήθησε στην εμπορική του επιτυχία. Ανασταλτικό ρόλο στην περαιτέρω εξάπλωση του άλμπουμ διαδραμάτισε και η πλημμύρα του υπόγειου Papa’s Studio μετά από λίγα χρόνια, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός από τις παραμένουσες κόπιες να καταστραφεί ολοσχερώς. To Σαββάτο 8 Φεβρουαρίου 1986 οι Transport θα συμμετέχουν στη μουσική εκδήλωση της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς με τίτλο "Ήχοι του χειμώνα", την οποία θα μοιραστούν με το τότε ανερχόμενο συγκρότημα των Τρύπες. Στο γκρουπ θα συμμετάσχουν εκτάκτως κορυφαίοι session μουσικοί όπως οι Ρουσσόπουλος και Πατσιαούρας Γιώργος στην κιθάρα, ο Πάνος Παπαχατζής στα πλήκτρα και ο Μπάμπης Ναβροζίδης στην τρομπέτα, φτιάχνοντας ένα εντυπωσιακό wall of sound, το οποίο θα κλέψει τις εντυπώσεις από το εξαήμερο φεστιβάλ, μένοντας ανεξίτηλα χαραγμένο στην μνήμη των θεατών.
Αυτή η πρώτη τριβή της μπάντας με την δισκογραφία, τις ζωντανές εμφανίσεις και τον αγγλόφωνο στίχο έκλεισε το 1986 και στο 1987, μετά από αποχωρήσεις μελών, το σχήμα μετονομάζεται σε Νυχτερινή Βάρδια και στρέφεται στον ελληνικό στίχο. Το ιδρυτικό δίδυμο Χρήστος Πουλέλης και Γιάννης Σαββίδης παραμένουν στο μπάσο και στις κιθάρες αντίστοιχα, ενώ προστίθεται ο Γρηγόρης Γκόρης ( ντραμς, κρουστά) και η Λίνα Γιαμουζή στο τραγούδι, από κοινού με τον Γιάννη Σαββίδη. Σύντομα το σχήμα μπαίνει σε μια δημιουργική περίοδο, απότοκο της οποίας είναι 9 νέα τραγούδια, από τα οποία το «Άσε τους φόβους σου» σε μουσική και στίχους του Γιάννη Σαββίδη και τα υπόλοιπα 8 σε μουσική Γιάννη Σαββίδη και στίχους του φίλου τους Πέρη Ουσταμπασίδη. Το υλικό αυτό φτάνει στο τελικό του στάδιο στις αρχές του 1988, οπότε και το σχήμα συνεργάζεται ξανά με τον Παναγιώτη Παπαχατζή για την ηχοληψία του άλμπουμ στα Papa’s Studio ενώ συνέβαλε παίζοντας πλήκτρα με τον μοναδικό του τρόπο στην τελική διαμόρφωση των τραγουδιών. Καίρια ήταν επίσης η φιλική συμμετοχή του David Lynch στην προσθήκη του σαξοφώνου του σε περάσματα, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην φρεσκάδα του άλμπουμ που έλαβε τίτλο «Άγγελος με μπλου-τζην». Το άλμπουμ είναι ένα άρτιο δείγμα ελληνόφωνου ροκ, με πρωτότυπο στίχο, καθαρή ηχογράφηση και άψογα ζυγισμένες κιθάρες και μπασογραμμή. Λόγω του όψιμου ενδιαφέροντος των δισκογραφικών εταιρειών για έκδοση ελληνόφωνων άλμπουμ, ο Χρήστος Πουλέλης και ο Γιάννης Σαββίδης κατέβηκαν στην πρωτεύουσα, έχοντας μαζί του μια κασέτα με την τελική ηχογράφηση, την οποία και παρουσίασαν σε αρκετές δισκογραφικές εταιρείες, χωρίς όμως να λάβουν κάποια θετική υπόσχεση συνεργασίας. Με την άνοδό τους στην Κατερίνη, πληροφορήθηκαν από τον βιρτουόζο μπουζουκτσή Βαγγέλη Λιόλιο, με το οποίο ο Χρήστος Πουλέλης διατηρούσε φιλία από την συνεργασία τους στην ορχήστρα αεροπορίας, για την ίδρυση και λειτουργία της εταιρείας SOL, η οποία είχε ήδη κυκλοφορήσει 5 άλμπουμ από το 1987 -1988 και η οποία θα μπορούσε να αναλάβει την κυκλοφορία και διανομή του δίσκου. Προς τα τέλη του 1988 το άλμπουμ κυκλοφόρησε και διανεμήθηκε κυρίως στην συμπρωτεύουσα, αλλά και στην γενέτειρα του συγκροτήματος Κατερίνη, όπου και γνώρισε έντονο airplay από τους τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς Radio City 102.8 αλλά και του 1ου Δημοτικού Ραδιοφώνου Κατερίνης Ράδιο- Φάρος 95,3 -του παλαιότερου πανελλαδικά- και ενθουσιώδη αποδοχή στις ζωντανές εμφανίσεις που πραγματοποίησε η μπάντα στην Κατερίνη.
Όπως κάθε κύκλος, έτσι και η Νυχτερινή Βάρδια λειτούργησε έως τις αρχές του 1990 ενώ μετά τα μέλη της ακολούθησαν ξεχωριστούς δρόμους, με τον Χρήστο Πουλέλη να συνεχίζει να δίνει το παρών στην δισκογραφία παίζοντας μπάσο σε ηχογραφήσεις λαϊκών τραγουδιών στο Papa’s Studio ενώ ο Γιάννης Σαββίδης θα ασχοληθεί με το αντικείμενο των σπουδών του, διδάσκοντας στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
コメント